- κυριακάτικος
- -η, -ο [Κυριακή]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή2. εορτάσιμος, γιορτινός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικατα καλά, τα γιορτινά ρούχα.επίρρ...κυριακάτικα1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα»)2. με γιορταστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.